- σηψιγόνος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ναυτός που προκαλεί σηψαιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη / σῆψις + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηψιγόνος — α, ο αυτός που προκαλεί σήψη: Σε συνθήκες υψηλής ή χαμηλής θερμοκρασίας τα σηψιγόνα μικρόβια δεν μπορούν να δράσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)